υπίλαρχος

υπίλαρχος
ο
βαθμός αξιωματικού του ιππικού και των θωρακισμένων ανώτερος του ανθυπίλαρχου και κατώτερος του ίλαρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υπολοχαγού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπίλαρχος — ο, Ν στρ. βαθμός αξιωματικού τού ιππικού ή τών τεθωρακισμένων, αντίστοιχος τού υπολοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • ανθυπίλαρχος — ο ο ανθυπολοχαγός στο όπλο του ιππικού τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”